γανωματής

γανωματής
ο [γάνωμα]
εκείνος που γανώνει, που επαλείφει με κασσίτερο χάλκινα σκεύη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γανωματάς — ο βλ. γανωματής …   Dictionary of Greek

  • γανωτής — ο [γανώνω] ο γανωματής …   Dictionary of Greek

  • γανωτζής — ο [γανώνω] ο γανωματής …   Dictionary of Greek

  • γανώσης — ο [γανώνω] ο γανωματής …   Dictionary of Greek

  • καλαϊτζής — Επώνυμο πλούσιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Επειδή οι Τούρκοι υποψιάστηκαν τα μέλη της για συνεργασία στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη, τα φυλάκισαν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας …   Dictionary of Greek

  • κασσιτερωτής — ο ο τεχνίτης που επικαλύπτει μαγειρικά σκεύη ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα με κασσίτερο, γανωτής, γανωματής, γανωντζής, καλαϊτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γανωματάς — γανωματάς, ο και γανωματής, ο ο κασσιτερωτής, ο καλαϊτζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”